συμφερτικός

συμφερτικός
και συφερτικός, -ή, -ό, Ν
αυτός που συμφέρει, σύμφορος, επωφελής, χρήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμφέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαφορικός — ή, ό (Μ διαφορικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαφορά 2. μαθ. αυτός που ανάγεται στο διαφορικό* 3. το ουδ. ως ουσ. το διαφορικό* μσν. 1. αυτός που συμφέρει, συμφερτικός 2. πολύτιμος …   Dictionary of Greek

  • συφερτικός — ή, ό, Ν βλ. συμφερτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”